σκαφώρη

σκαφώρη
σκαφώρη
Grammatical information: f.
Meaning: `fox' (Ael., H.; καφώρη [Suid.] can be haplology from τῆς [σ]καφώρης).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prop. "Grubenwächterin" (cf. θυρωρός a. o.) as poetical expression?? Solmsen Wortforsch. 199 n. 1 (as uncertain suppositin), v. Blumenthal Hesychst. 45.
Page in Frisk: 2,720-721

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαφώρη — bitch fox fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφώρη — ἡ, Α η θηλυκή αλεπού, καφώρη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική ή τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας, η οποία είναι πιθ. σύνθ. από το ρ. σκάπτω (για το θ. σκαφ βλ. λ. σκάβω) και το ρ. ὁρῶ* (πρβλ. θυρ ωρός) και έχει σημ. «αυτή που προσέχει, που φυλάει τη… …   Dictionary of Greek

  • καφώρη — και σκαφώρη, ἡ (ΑΜ) η θηλυκή αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκαφώρη «θηλυκή αλεπού», με αποκοπή τού αρχικού σ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”